- οππόταν
- ὁππόταν (Α)(επικ. τ.) (σύνδ.) βλ. οπόταν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπόταν — (Α ὁπόταν, επικ. τ. ὁππόταν) (σύνδ. χρον.) 1. όταν, όταν συμβεί να 2. φρ. «ὁπότ ἂν (τὸ) πρῶτον» όταν για πρώτη φορά, μόλις, αμέσως μόλις («ὁπότ ἂν τὸ πρῶτον ἴδῃ φάος», Ύμν. Απόλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + ἄν] … Dictionary of Greek